Όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα έχουν τις ιδιομορφίες τους και τις ιδιαιτερότητές τους. Οι διαφορές είναι πάρα πολλές και σε πολλές περιπτώσεις είναι ουσίας, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να πει κανείς ότι το ένα σύστημα είναι καλύτερο από το άλλο, αφού δεν συγκρίνονται στην περίπτωση αυτή δύο «ομοειδή» συστήματα, αλλά δύο διαφορετικά.
Είναι φυσικά αδύνατο να συμπεριληφθούν όλες οι διαφορές και φυσικά είναι αδύνατο να γνωρίζει ένας άνθρωπος το σύνολο των πανεπιστημίων των δύο χωρών (πάνω από 4.000 αν συμπεριλάβει κανείς και τα αμερικανικά Community Colleges), τις διαφορετικές σχολές τους αλλά και τον τρόπο βαθμολόγησης!
Οι βασικές διαφορές λοιπόν εστιάζονται στα εξής (αναφέρονται διαφορές που αφορούν undergraduate και postgraduate level):
- Αιτήσεις: Η διαδικασία των αιτήσεων είναι πιο χρονοβόρα στο Αμερικανικό σύστημα αφού οι απαιτήσεις κειμένων και παραστατικών είναι περισσότερες.
- Εξάμηνα – Semester: Τα μαθήματα στην Αμερική διαρκούν σχεδόν πάντα ένα εξάμηνο (semester), ενώ στη Βρετανία υπάρχουν προγράμματα που περιέχουν μαθήματα τα οποία διαρκούν σχεδόν ένα έτος (π.χ. ένα μάθημα μεταπτυχιακού επιπέδου -MA- από Οκτώβριο μέχρι εξετάσεις Ιουνίου). Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι πολλά βρετανικά πανεπιστήμια έχουν κάνει στροφή στο σύστημα εξαμήνων (Semesters) τα τελευταία χρόνια.
- Αναλυτική βαθμολογία – Transcripts: Δίδεται στην Αμερική με διαφορετικό τρόπο επιμέτρησης, με το λεγόμενο GPA (Grade Point Average – δες γλωσσάριο), δηλαδή ο μέσος όρος όλων των μαθημάτων. Στην Αγγλία ο μέσος όρος παίζει ρόλο για τη βαθμολογία του πτυχίου αποφοίτησης. Σε πολλές περιπτώσεις, μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών στη Βρετανία δεν δίνουν βαθμολογία παρά μόνο Pass ή Fail (Επιτυχία ή Αποτυχία) όμως χρησιμοποιείται περισσότερο η βαθμολογία από 0-100 με βάση το 50 (δες ‘βαθμολογία’ για περισσότερα).
- Μαθήματα επιλογής και πόντοι – Electives & credits: Τα προγράμματα σπουδών της Αμερικής περιέχουν περισσότερα μαθήματα επιλογής (Electives) από τα βρετανικά. Ο φοιτητής αμερικανικού πανεπιστημίου θα πρέπει βάσει του συστήματος να διδαχθεί μαθήματα επιλογής που σε πολλές περιπτώσεις είναι εκ διαμέτρου αντίθετα και άσχετα (με την καλή έννοια φυσικά) με το στόχο που έχει επιλέξει. Για παράδειγμα, ένας φοιτητής Διοίκησης Επιχειρήσεων στο Boston University μπορεί να παρακολουθήσει ένα μάθημα αστρονομίας, φυσικής και ιστορίας (συγκεκριμένο αριθμό μαθημάτων ή credits, δηλαδή πόντων) για να καλύψει τον αριθμό πόντων που χρειάζεται. Πώς αποκτά κανείς credits; Μόνο όταν περάσει επιτυχώς το μάθημα. Πόσα credits έχει ένα μάθημα; Συνήθως 3 (80% των μαθημάτων αν χρησιμοποιήσει κανείς το νόμο του μαθηματικού Pareto). Υπάρχουν και μαθήματα με 1 credit, 2 και κάποια με 4 (συνήθως independent study – ανεξάρτητης φοίτησης), περισσοτέρων ωρών ή υψηλότερου επιπέδου. Το Αμερικανικό μοντέλο εκπαίδευσης βασίζεται στην ευρύτητα των γνώσεων των φοιτητών, ενώ το Βρετανικό πιστεύει περισσότερο στην ειδίκευση. Θα έλεγε κανείς ότι η παγκοσμιοποίηση, οι συνεχείς ραγδαίες εξελίξεις και το μεταβαλλόμενο περιβάλλον μάλλον μας αναγκάζουν να ξέρουμε πολλά και ίσως λιγότερο καλά (αφού θα μάθουμε πολλά από την αγορά εργασίας και ίσως μέσα από μία επαγγελματική πιστοποίηση και τη διά βίου μάθηση), παρά να είμαστε συγκεκριμένοι και καλοί σε ένα αντικείμενο. Ο σκοπός είναι να είμαστε ελαστικοί, χωρίς να σημαίνει ότι το ένα σύστημα είναι χειρότερο από το άλλο.
- Μεταπτυχιακά και έρευνα – Research: Οι διαφορές στη μεταπτυχιακή εκπαίδευση των δύο εκπαιδευτικών συστημάτων είναι αρκετές και ουσιώδεις. Κατ’ αρχάς ο όρος μεταπτυχιακό στη Βρετανία σημαίνει «Postgraduate» ενώ στην Αμερική «Graduate». Στην Αμερική τα μεταπτυχιακά απαιτούν την παρακολούθηση μαθημάτων, ακόμη και τα διδακτορικά, ενώ στη Μεγάλη Βρετανία τα ερευνητικά προγράμματα έχουν περιορισμένο αριθμό μαθημάτων ή μόνο μαθήματα ερευνητικής μεθοδολογίας. Στην Αμερική τα περισσότερα μεταπτυχιακά είναι «taught courses», δηλαδή με φοίτηση, και όχι μόνο «έρευνας». Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών της Μ. Βρετανίας ο φοιτητής είναι περισσότερο ‘ανεξάρτητος’ ως postgraduate student και καθοδηγείται ελάχιστα σε αντίθεση με τον φοιτητή Αμερικανικού προγράμματος ο οποίος ‘καθοδηγείται’ περισσότερο μέσω των μαθημάτων.
- Επιλογή καθηγητών: Στην Αμερική ο φοιτητής δικαιούται να επιλέξει μαθήματα και καθηγητή ενώ στη Βρετανία δεν έχει τέτοιο δικαίωμα (στα περισσότερα πανεπιστήμια). Τα μαθήματα στην Αμερική είναι κωδικοποιημένα (π.χ. Μαθηματικά 103 Smith ή Πολιτικές Επιστήμες 320 Davis), όπου το αρχικό νούμερο σημαίνει έτος, άρα στο παράδειγμά μας τα Μαθηματικά 103 είναι πρώτου έτους και το διδάσκει ο Smith ενώ οι Πολιτικές Επιστήμες για το τρίτο έτος και το διδάσκει ο Davis. Αν ο φοιτητής δεν θέλει να επιλέξει τον Smith, μπορεί να επιλέξει ανάμεσα από πολλά μαθήματα «100» με άλλον καθηγητή, αν φυσικά τον / τη βολεύει και το ωράριο. Στη Μ. Βρετανία το δεν υπάρχει συνήθως αυτή η επιλογή.
- Διάρκεια Μάστερ: Τα περισσότερα Μάστερ στην Αμερική είναι διετή, ενώ στη Βρετανία είναι μονοετή.
Ποια είναι η διαφορά στο σύστημα βαθμολογίας Αγγλίας / Αμερικής;
Ένα αρκετά ενδιαφέρον σημείο για όσους έχουν σπουδάσει στη χώρα μας σε Ελληνικό ΑΕΙ είναι το σύστημα βαθμολογίας. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, στην Αμερική όλα σχεδόν τα πανεπιστήμια (Harvard University, Yale University κά), χρησιμοποιούν το σύστημα 0%-100% (όπου κοντά στο 100% σημαίνει κοντά στο άριστα) που καθρεφτίζεται στα λατινικά γράμματα Α (90-100), Β (80-90), C (70-80), D (60-70) και F (<59), όπου F σημαίνει fail (αποτυχία). Αντίστοιχα, το Α- σημαίνει ότι ο σπουδαστής πήρε βαθμολογία κοντά στη βάση της κλίμακας του Α, ή B+ ότι ο σπουδαστής πήρε βαθμολογία κοντά στα υψηλά όρια της κλίμακας του Β.
Στη Βρετανία η βαθμολογία πηγάζει από την κλίμακα 0%-100%, αλλά το άριστα μπορεί να είναι το 75 (Excellent και πιθανόν Distinction). Για παράδειγμα, το University of Strathclyde της Σκοτίας ή το University of Surrey χρησιμοποιούν το 75 περίπου ως άριστα στις σχολές Διοίκησης Επιχειρήσεων: 40-49: Αποτυχία, 50-59: Αποδεκτό, 60-69: Καλό, 70-79: πολύ καλό ή άριστα. Σημειώνεται ότι υπάρχουν πανεπιστήμια της Βρετανίας που χρησιμοποιούν όμως και τους λατινικούς χαρακτήρες.
Ουσιαστικά οι βάσεις διαφέρουν, αλλά όχι στην ουσία. Το ίδιο ισχύει για τους επαγγελματικούς τίτλους, όπου η βάση π.χ. στο βρετανικό ACCA (Association of Chartered Certified Accountants, UK) είναι 50% και στο αμερικανικού CIA (Certified Internal Auditor) 75%.