Απαιτείται συνεχής επαγγελματική επιμόρφωση
Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν πηγαίνει «έτοιμος» σε μία δουλειά.
Κανένας απόφοιτος πανεπιστημίου δεν είναι έτοιμος να αναλάβει καθήκοντα σε μια δουλειά με τις θεωρητικές γνώσεις που έχει αποκτήσει στο πανεπιστήμιο. Απαιτείται μία περίοδος όπου ο νέος εργαζόμενος μαθαίνει τις διαδικασίες και τις λειτουργίες του εργασιακού του περιβάλλοντος καθώς και το αντικείμενο της δουλειάς, τους ανταγωνιστές, το περιβάλλον γενικότερα. Χρειάζεται εκπαίδευση στις συγκεκριμένες τακτικές και ανάγκες της εργασίας.
Όμως, η κατάσταση στη χώρα μας – και όχι μόνο – γίνεται δυσκολότερη αφού πολλοί κλάδοι σπουδών μεταβάλλονται συνεχώς και αλλάζουν (πληροφορική, χρηματοοικονομικά, λογιστική και άλλα) και έτσι δεν είναι μόνο σημαντικό το να ξέρουμε κάτι αλλά πολύ περισσότερο το να μπορούμε να ακολουθήσουμε τις αλλαγές στον τομέα που μας ενδιαφέρει.
Οι γνώσεις που θα πάρουμε θα πρέπει να μας δίνουν τη δυνατότητα να ακολουθούμε τις εξελίξεις και όχι απλά να τις παρατηρούμε. Το να ξέρουμε το «τι δεν ξέρουμε» είναι γνώση, αφού μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε. Το πρόβλημα υπάρχει όταν «δεν ξέρουμε τι δεν ξέρουμε». Αυτό δεν αντιμετωπίζεται εύκολα…
Μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν προγράμματα σπουδών και ακαδημαϊκές έρευνες οι οποίες εξετάζουν τον όρο change και τη διαχείριση / διοίκηση των συχνών αλλαγών (change management). Άρα, δεν πρέπει να αγχώνεται κανείς (αρχικά) για το αν θα το καταφέρει άμεσα, αλλά αν θα τα καταφέρνει συνέχεια για να νιώθει ασφαλής (δείτε τον όρο Continuing Professional Development – CPD στο γλωσσάριο).
Σύμφωνα με έρευνα του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού (ΕΙΕΑΔ 2018), στη σχετική έκθεση αποτελεσμάτων του:
- 12 δουλειές αλλάζει ο μέσος άνθρωπος σήμερα, κατά μέσο όρο στην καριέρα του
- 4,2 χρόνια είναι ο μέσος όρος παραμονής σε μια δουλειά/εταιρεία
- 64% των εργαζομένων στην Ελλάδα δηλώνει ότι έχει βρεθεί τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του εκτός αγοράς εργασίας
- 58% των ανθρώπων που ψάχνουν εργασία είναι ήδη απασχολούμενοι
- 22% των ανθρώπων εξετάζει το ενδεχόμενο εργασίας στο εξωτερικό (2018) σε σχέση με 33% που ήταν το ποσοστό το 2017.
Η ασφάλεια στην εργασία συνδέεται με την απασχολησιμότητα (employability – δες γλωσσάριο), δηλαδή την απόκτηση δεξιοτήτων που μπορούν να επενδυθούν σε νέες ευκαιρίες απασχόλησης όταν αυτές εμφανιστούν και έτσι είναι σημαντικό να ‘αντέχουμε’ στις οποιεσδήποτε αλλαγές παρουσιάζονται.
Παρόλο που οι εργοδότες αναλαμβάνουν την επιμόρφωση των εργαζομένων σε νέες δεξιότητες, σημαντική ευθύνη για την απόκτηση νέων γνώσεων, δεξιοτήτων και εξέλιξής τους εναπόκειται και στον εργαζόμενο. Δεν πρέπει ποτέ να σταματούμε να αποκτούμε «γνώσεις».
«Γνώση» σημαίνει και «ασφάλεια» στο χώρο εργασίας. Στην Ελλάδα αυτή η σχέση μεταξύ Πανεπιστημίου και αγοράς ‘ανοίγει’ ολοένα και περισσότερο λόγω της κατάστασης της παιδείας στη χώρα μας. Ιδίως σε κλάδους οικονομικών σχολών όπου οι φοιτητές αναγκάζονται να σπουδάσουν αντικείμενα τα οποία σε παγκόσμια κλίμακα έχουν αλλάξει ή αλλάζουν συνεχώς (π.χ. Λογιστική, Έλεγχος κλπ.).
Η βιβλιογραφία είναι περιορισμένη καθώς και η πρακτική γνώση των εισηγητών, άρα ο απόφοιτος θα πρέπει σε κάποιες περιπτώσεις να ξεκινήσει από την αρχή. Για το λόγο αυτό μεγάλες επιχειρήσεις έχουν δημιουργήσει δικές τους «Ακαδημίες», ή σχολές που ολοένα μεγαλώνουν (π.χ. PwC Academy, Bain Academy, McKinsey Digital Academy κά.).
Επίσης, η επέκταση της Ανώτατης Εκπαίδευσης κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών οδήγησε σε σημαντική αύξηση του αριθμού των πανεπιστημιακών αποφοίτων στην αγορά εργασίας, άρα φτάσαμε όχι μόνο στον κορεσμό πτυχιούχων αλλά και των πτυχίων χωρίς αντίκρισμα.
Όσοι έχουν ένα πτυχίο, σίγουρα στο ξεκίνημά τους ψάχνουν εργασία στο χώρο της θεματολογίας του πρώτου πτυχίου. Έτσι ίσως είναι καλύτερο το δεύτερο πτυχίο, αν υπάρχει ή υπάρξει, να είναι σε διαφορετικό χώρο είτε γενικότερο σε θέμα διοίκησης είτε σχετικό ώστε να λειτουργεί ως «μπαλαντέρ».
Φυσικά, αφού ξεκινάμε όλοι με κάποια δουλειά, σιγά σιγά διαμορφώνουμε τις κλίσεις μας και διαμορφώνονται οι ανάγκες μας.
Η εκπαίδευση είναι αναπόσπαστο εργαλείο και εφαλτήριο για τη μελλοντική πρόοδο. Σε προτρέπει να σκέφτεσαι σωστά, να ερευνάς, να αναλύεις, να διαχειρίζεσαι αποτελεσματικά τον εαυτό σου και σωρεία ζητημάτων που προκύπτουν και επιζητούν λύση.
Δεν σε καθιστά όμως εμπειρογνώμονα.
Τέλος, πολλά άτομα ξεκινούν «οπουδήποτε» και «οτιδήποτε» λόγω της δυσκολίας ανεύρεσης και της ανεργίας. Έτσι, δεν είναι πολύ απαιτητικοί, ακόμη και αν δεν είναι η εργασία τους στο χώρο της σπουδής τους.
Αν υπάρχει δεύτερο πτυχίο Μάστερ (και μάλιστα στον ίδιο χώρο με το πρώτο πτυχίο), οι απαιτήσεις ανεβαίνουν και έτσι «ψαχνόμαστε» περισσότερο. Με τη λογική αυτή είναι πιο λογικό να μην υπάρχει «ταύτιση» του πτυχίου με την εργασία μας αρχικά στην καριέρα μας, αλλά με τα χρόνια και με την απόκτηση πιθανού δεύτερου πτυχίου να υπάρχει.
Άρα ένα συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι άτομα με λίγα χρόνια προϋπηρεσίας κάνουν πολύ διαφορετικά πράγματα από αυτά που διδάχτηκαν ενώ άτομα με περισσότερη προϋπηρεσία να κάνουν εργασίες πιο «κοντινές» με τα θέματα σπουδής τους. Έτσι, μην αποθαρρύνονται τα νεαρά στελέχη γιατί τα πράγματα αλλάζουν με τον καιρό.
Δεν πρέπει κανείς να παραγνωρίζει ότι οι νέες εποχές φέρνουν και νέες προσεγγίσεις και θεωρήσεις των πραγμάτων.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP), τα προσόντα που απαιτούνται από τους εργαζομένους σε οποιοδήποτε τομέα είναι ξεπερασμένα σε λιγότερο από δέκα χρόνια.
Επίσης, σύμφωνα πάντοτε με την έρευνα του Cedefop, περίπου το 64% των αποφοίτων επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης στην Ελλάδα βρήκαν την πρώτη μακροχρόνια εργασία τους εντός ενός έτους από την ολοκλήρωση των σπουδών τους (9% πριν την ολοκλήρωση αυτών), έναντι 49% για τους αποφοίτους της γενικής εκπαίδευσης.
Στην περίπτωση της ΕΕ των 28 κρατών-μελών τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 84% για τους αποφοίτους ΕΕΚ (πάνω από οκτώ στους δέκα βρήκαν δουλειά εντός έξι μηνών) και 81% για εκείνους της γενικής εκπαίδευσης (στοιχεία 2019).
Υπάρχουν (και ΘΑ υπάρχουν) αξιόλογοι οργανισμοί στη χώρα μας (όχι βέβαια όλοι, όπως συμβαίνει σε κάθε κλάδο) οι οποίοι έχουν ιδιωτικό χαρακτήρα. Αυτοί οι οργανισμοί προσφέρουν, κατά κύριο λόγο προγράμματα του εξωτερικού τα οποία, αξιολογούνται συνεχώς από ανεξάρτητους αλλά και κρατικούς φορείς του εξωτερικού και η αλήθεια είναι ότι θα τα ζήλευαν αρκετά από τα δικά μας ΤΕΙ και ΑΕΙ σε θέματα οργάνωσης αλλά και επιπέδου ακαδημαϊκών.
Πρέπει επιτέλους να σταματήσει η άποψη ότι ό,τι αναγνωρίζεται από το κράτος είναι «καλό» και ότι δεν «αναγνωρίζεται» είναι «κακό». Πολλά από τα πιο δυνατά και αξιόλογα στελέχη της αγοράς στη χώρα μας είναι απόφοιτοι τέτοιων οργανισμών. (Βέβαια, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, αυτά δεν ισχύουν για όλα τα κέντρα σπουδών).
Όπως υπάρχουν πολύ αξιόλογα ιδιωτικά σχολεία στη χώρα μας, έτσι θα υπάρξουν και ιδιωτικά πανεπιστήμια και σίγουρα κάποια από αυτά θα είναι αξιόλογα. Ας μην ξεχνάμε ότι τα καλύτερα πανεπιστήμια της Αμερικής (Harvard, Yale Dartmouth και πολλά άλλα) είναι ιδιωτικά.
Στην Κύπρο μάλιστα το πανεπιστήμιο Λευκωσίας καθώς και το Ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο έχουν γίνει πόλος έλξης πολλών Ελλήνων αφού αναγνωρίζονται επίσημα και στην Ελλάδα από τον ΔΟΑΤΑΠ (δες γλωσσάριο).