Η ανάλυση που γίνεται παρακάτω είναι πολύ γενική και δεν ισχύει φυσικά για όλα τα πανεπιστήμια. Για να κάνει ένας υποψήφιος ένα διδακτορικό οποιουδήποτε τύπου θα πρέπει να κάνει πρώτα ένα “proposal”, δηλαδή να κάνει μία πρόταση στο τμήμα / σχολή του πανεπιστημίου.
Η πρόταση αυτή είναι και ουσιαστικά η “αίτηση” αφού ο υποψήφιος κρίνεται από την πρόταση (κυρίως), από το αν υπάρχει ενδιαφέρον ερευνητικό από κάποιον καθηγητή ο οποίος/α θέλει και μπορεί να αναλάβει την “επίβλεψη” (Supervision) του υποψηφίου.
Για τον λόγο αυτό και θα πρέπει να γνωρίζουμε το ερευνητικό ενδιαφέρον όχι μόνο του πανεπιστημίου αλλά και των καθηγητών του έτσι ώστε η πρότασή μας να έχει ενδιαφέρον και για εκείνους. Οι υπόλοιπες απαιτήσεις αφορούν τα ακαδημαϊκά προσόντα του υποψηφίου αλλά και την προϋπηρεσία (αν είναι απαραίτητη από τη σχολή / κλάδο κ.λπ.).
Η διάρκεια ενός διδακτορικού είναι συνήθως τρία-πέντε έτη (full-time) ή πέντε-οκτώ (part-time). Ουσιαστικά ο υποψήφιος καλείται να αποδείξει (ή όχι) μία θεωρία ή ένα μοντέλο (από την πρότασή του) έτσι ώστε να συμβάλλει στον επιστημονικό χώρο του κλάδου της σχολής και να προτείνει λύσεις, ιδέες και συμβουλές για νέες επιστημονικές έρευνες.
Για να το πετύχει αυτό θα πρέπει (σε γενικές γραμμές) να ερευνήσει την επιθυμητή θεωρία / μοντέλο / ιδέα κ.λπ. μέσα από δύο ειδών πηγές: Primary & Secondary Sources, δηλαδή πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές.
Τα secondary sources είναι με απλά λόγια πηγές που ήδη έχουν δημοσιευτεί (έρευνες, βιβλία, άρθρα από περιοδικά, στατιστικά από κυβερνητικούς οργανισμούς, εφημερίδες κ.ά.), ενώ τα primary sources θεωρούνται ό,τι καινούργιο (έρευνα – πορίσματα και αναλύσεις του ερευνητή, η παρατήρηση, πειράματα κ.λπ. τα οποία και έχουν βασιστεί σε μία αποδεκτή μεθοδολογία, η οποία και εγκρίνεται από το “supervisor” του φοιτητή).
Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι τα Πανεπιστήμια της Μεγάλης Βρετανίας σε σχέση με τα πανεπιστήμια της Αμερικής δεν «υποστηρίζουν» τους υποψήφιους διδάκτορες συχνά. Περιμένουν από τους υποψηφίους τους ίδιους να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους βασιζόμενοι στη θεωρία ότι έτσι μαθαίνει κανείς καλύτερα.
Η στήριξη είναι περισσότερο θέμα του supervisor (αν δηλαδή έχει διάθεση να προσφέρει, αν έχετε καλή χημεία μαζί του / της κλπ.).
Το διάστημα το οποίο ο φοιτητής πραγματοποιεί το διδακτορικό του χωρίζεται σε διάφορες φάσεις που έχουν συμφωνηθεί με το supervisor, και οι οποίες είναι συνήθως η φάση έρευνας κατάλληλης βιβλιογραφίας και πηγών (η οποία φάση δεν σταματά ουσιαστικά ποτέ παρά μόνο στην ολοκλήρωση του διδακτορικού), η φάση πειραμάτων ή εξέτασης της υπόθεσης / μοντέλου (ανάλογα με τον κλάδο σπουδών), η φάση της πρωτογενής έρευνας, όπου ο φοιτητής – ερευνητής καλείται να εξετάσει το μοναδικό θέμα του μετά από ερευνητική διαδικασία (παρατήρηση, ερωτηματολόγια, στατιστική ανάλυση κ.λπ.).
Αυτή η ερευνητική διαδικασία (μεθοδολογία που περιλαμβάνει όρια, όργανα της έρευνας, δείγμα, χρονικά όρια κ.λπ.) θα πρέπει να έχει εγκριθεί από το supervisor και, τέλος, η φάση της εξέτασης των πορισμάτων της έρευνας.
Αφού τελειώσουν όλες οι παραπάνω φάσεις, τότε θα πρέπει να ολοκληρωθεί η φάση του “γραψίματος” όπου όλα τα παραπάνω τοποθετούνται με λογική έτσι ώστε να αποτελέσει ένα ολοκληρωμένο σύγγραμμα.
Η βιβλιογραφία, η σειρά και η παράθεση των πηγών παίζουν ουσιαστικό ρόλο στο σημείο αυτό.
Στο διάστημα της φοίτησης ο ερευνητής μπορεί να έχει συμβάλλει στη δημοσίευση σχετικών άρθρων μαζί ή μεμονωμένα από το supervisor. Τέλος, ο φοιτητής δίνει ολοκληρωμένη τη δουλειά του στο supervisor συνήθως μετά από αρκετές διορθώσεις και μετά το σύγγραμμα δίδεται για έγκριση στον υπεύθυνο σχολής / Department Supervisor (εκτός από το δικό μας supervisor).
Αφού έχει εγκριθεί το έργο, τότε η σχολή αποφασίζει να καλέσει τους “εξωτερικούς” εξεταστές (external examiners), οι οποίοι μπορεί να είναι (ανάλογα με τον κλάδο σπουδών και το ενδιαφέρον) από δύο ως τέσσερις ακαδημαϊκοί. Ορίζεται ημερομηνία για την προφορική εξέταση όπου ο ερευνητής “στηρίζει” τη δουλειά του (viva) σε panel, όπου οι εξεταστές του έχουν ήδη παραλάβει αντίγραφα της διατριβής του (μήνες πριν).
Σε κάποιες περιπτώσεις η προφορική εξέταση μπορεί να διαρκέσει και 10 ώρες (σε διάστημα δύο ημερών), ενώ το λιγότερο συνήθως είναι τρεις ώρες. Αν ο υποψήφιος δεν ικανοποιήσει τους εξεταστές, τότε επιτρέπεται μία ακόμη προσπάθεια (συνήθως).
Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί ένας φοιτητής να γίνει δεκτός για διδακτορικό χωρίς Μάστερ, αλλά στην περίπτωση αυτή η εισαγωγή θα γίνει ως εγγεγραμμένος για ερευνητικό πρόγραμμα Master of Philosophy (MPhil), το οποίο και είναι το αμέσως προηγούμενο στάδιο από το διδακτορικό (βρετανική μέθοδος). Εφόσον περάσει επιτυχώς το Mphil, τότε μετατρέπεται το status του φοιτητή σε PhD candidate.